ψυχορραγεῖ

ψυχορραγεῖ
ψῡχορραγεῖ , ψυχορραγέω
let the soul break loose
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
ψῡχορραγεῖ , ψυχορραγέω
let the soul break loose
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
ψῡχορραγεῖ , ψυχορραγής
letting the soul break loose
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic)
ψῡχορραγεῖ , ψυχορραγής
letting the soul break loose
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βραδυθάνατος — βραδυθάνατος, ον (Α) αυτός που ψυχορραγεί επί μακρό χρόνο …   Dictionary of Greek

  • λοίσθιος — α, ο (Α λοίσθιος, ία, ον, θηλ. και ος) έσχατος, τελευταίος, ύστατος («τὰ λοίσθι αἰτεῑ τοῡ βίου», Σοφ.) νεοελλ. φρ. «πνέει τα λοίσθια» βρίσκεται στα τελευταία του, εκπνέει, ψυχορραγεί αρχ. (το ουδ. έναρθρο ή άναρθρο ως επίρρ.) (τὸ) λοίσθιον στο… …   Dictionary of Greek

  • προνωπής — ές, Α 1. σκυφτός προς τα εμπρός, με το κεφάλι γυρτό προς τα κάτω (α. [σε περιγραφή βαθιάς λύπης] «στείχει προνωπὴς ἐκπεσοῡσα δεμνίων», Ευρ. β) [σε περιγραφή ετοιμοθάνατου] «προνωπής ἐστι καὶ ψυχορραγεῑ», Ευρ. γ) [σε περιγραφή λιποθυμίας] «ὕπερθε… …   Dictionary of Greek

  • ψυχορραγής — ές, Α αυτός που ψυχορραγεί, ετοιμοθάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + ρραγής (< ῥήγνυμι), πρβλ. αἱμο ρραγής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”